ἀπὸ ταύτης

  • 41κνίζω — (AM κνίζω) νεοελλ. προκαλώ κνησμό, ερεθίζω το δέρμα μσν. αρχ. 1. ξύνω 2. πληγώνω, κεντώ, κάνω αμυχή αρχ. 1. (για έρωτα ή άλλα αισθήματα) πειράζω, ερεθίζω (α. «τὸν δὲ Ἀρίστωνα ἐκνιζε ἄρα τῆς γυναικὸς ταύτης ἔρως», Ηρόδ. β. «μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ»,… …

    Dictionary of Greek

  • 42μετανοώ — (ΑΜ μετανοῶ, έω) [νοώ] 1. αλλάζω γνώμη ή σκοπό («ηθέλησα τον πλάνον τον Έρωτα ν αφήσω, να κόψω τους δεσμούς του και να μετανοήσω», Χριστόπ.) 2. λυπάμαι για αμαρτίες που έκανα ή για καλές πράξεις που παρέλειψα να κάνω, μεταμελούμαι («μετανόησον… …

    Dictionary of Greek

  • 43συνακολουθώ — συνακολουθῶ, έω, ΝΜΑ [ἀκολουθῶ] 1. συνοδεύω, ακολουθώ μαζί με άλλους ή από κοντά κάποιον 2. έπομαι, είμαι επακολούθημα, είμαι αποτέλεσμα (α. «μετά την απολογία του συνακολούθησε η σύλληψη» β. «συντέτακται καὶ συνακολουθεῑ τοῑς μὲν πλούτοις καὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 44σύνθρονος — η, ο / σύνθρονος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που μοιράζεται τη βασιλική εξουσία με άλλον, που κάθεται στον ίδιο θρόνο με άλλον (α. «φρόνησις καὶ αἱ σύνθρονοι ταύτης ἀρεταί», Φίλ. β. «Ἀντινόῳ συνθρόνῳ τῶν ἐν Αἰγύπτῳ θεῶν», επιγρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το… …

    Dictionary of Greek

  • 45Ζαγγογιάννης, Δημήτριος — (Λαμία 1861 – 1904). Εκπαιδευτικός και πανεπιστημιακός. Ήταν ο πρώτος τακτικός καθηγητής της παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σπούδασε στην Αθήνα και στη Γερμανία. Διετέλεσε καθηγητής σε γυμνάσιο, διευθυντής στο διδασκαλείο της Λάρισας και… …

    Dictionary of Greek