ἀπέραντος
1ἀπέραντος — boundless masc/fem nom sg …
2απέραντος — η, ο (AM ἀπέραντος, ον) [περαίνω] αυτός που δεν έχει τέλος, άπειρος 2. αναρίθμητος, αμέτρητος αρχ. 1. (για χρόνο) ατελείωτος 2. ανεξάντλητος 3. αυτός που φαίνεται ότι δεν έχει τέλος 4. αυτός που δεν επιτρέπει να δραπετεύσει κανείς, που δεν… …
3απέραντος — η, ο επίρρ. α ατέλειωτος: Από το χωριό του έβλεπε κάθε μέρα την απέραντη θάλασσα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀπεράντως — ἀπέραντος boundless adverbial ἀπέραντος boundless masc/fem acc pl (doric) …
5ἀπέραντον — ἀπέραντος boundless masc/fem acc sg ἀπέραντος boundless neut nom/voc/acc sg …
6ἀπεράντοις — ἀπέραντος boundless masc/fem/neut dat pl …
7ἀπεράντου — ἀπέραντος boundless masc/fem/neut gen sg …
8ἀπεράντους — ἀπέραντος boundless masc/fem acc pl …
9ἀπεράντων — ἀπέραντος boundless masc/fem/neut gen pl ἀπερά̱ντων , ἀπεράω vomit pres part act masc/neut gen pl (doric aeolic) ἀπερά̱ντων , ἀπεράω vomit pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) ἀπερά̱ντων , ἀπεράω vomit pres imperat act 3rd pl (attic) …
10ἀπεράντῳ — ἀπέραντος boundless masc/fem/neut dat sg …