ἀπό-σπαστος

  • 1λυκόσπαστος — λυκόσπαστος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) λυκοσπάς*, κατασπαραγμένος από λύκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + σπαστος (< σπάω), πρβλ. ανά σπαστος, νευρό σπαστος] …

    Dictionary of Greek

  • 2σπαστικός — (Ιατρ.). Το άτομο που παρουσιάζει αθέλητη, έντονη και διαρκή συστολή διάφορων μυών, τόσο των γραμμωτών, όσο και των λείων. Οι σπαστικές αυτές συστολές συνοδεύονται συνήθως από πόνους. Ο σπασμός των μυών των αρτηριακών αγγείων των διαφόρων οργάνων …

    Dictionary of Greek

  • 3πολύσπαστος — η, ο / πολύσπαστος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έλκεται ή σύρεται με πολλά σχοινιά 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύσπαστο (γενικά) σύμπλεγμα τροχαλιών από το οποίο ανυψώνεται μεγάλο βάρος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. (ειδικά) τεχνολ. σύνολο πολλών τροχαλιών… …

    Dictionary of Greek