ἀπό-ποινα

  • 1ποινά — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) πόα, ποία*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφίβολη θεωρείται η σύνδεση τού τ. ποινά με τη λ. πόα / ποία, εκτός εάν πρόκειται για εσφαλμένη γρφ. αντί ποιFᾱ. Απίθανη εξάλλου θεωρείται η υπόθεση ότι ο τ. σχηματίστηκε από συμφυρμό τού… …

    Dictionary of Greek

  • 2άποινα — ἄποινα, τα (Α) 1. δώρα ή χρήματα για την απελευθέρωση προσώπου, λύτρα 2. χρηματική αποζημίωση 3. (αττ. δίκαιο) το πρόστιμο που οφείλει ο φονιάς στον πλησιέστερο συγγενή του φονευθέντος 4. η ανταμοιβή για κάτι («ἄποιν ἀρετᾱς», Πίνδαρος). [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek