ἀπόμνῡμι
41ἀπώμοσεν — ἀπόμνυμι take an oath away from aor ind act 3rd sg …
42κἀπώμοσ' — ἀπώμοσα , ἀπόμνυμι take an oath away from aor ind act 1st sg ἀπώμοσε , ἀπόμνυμι take an oath away from aor ind act 3rd sg ἐπώμοσα , ἐπόμνυμι swear after aor ind act 1st sg ἐπώμοσε , ἐπόμνυμι swear after aor ind act 3rd sg ἐπώμοσι , ἐπώμοσις… …
43ἀπώμοσ' — ἀπώμοσα , ἀπόμνυμι take an oath away from aor ind act 1st sg ἀπώμοσε , ἀπόμνυμι take an oath away from aor ind act 3rd sg …
44απωμοσία — ἀπωμοσία, η (Α) [απόμνυμι] ένορκη άρνηση …
45απώμοτος — ἀπώμοτος, ον (Α) 1. αυτό που ισχυρίζεται κάποιος με όρκο ότι δεν έγινε ή δεν είναι δυνατόν να γίνει («βροτοῑσιν οὐδὲν ἔστ ἀπώμοτον» δεν πρέπει ποτέ να ορκίζεται ο άνθρωπος πως δεν θα κάνει κάτι, Σοφ.) 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει ορκιστεί να… …
46ομνύω — (ΑΜ ὀμνύω, Α και ὄμνυμι) 1. ορκίζομαι, παίρνω όρκο («ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῑν μὴ ὀμόσαι ὅλως», ΚΔ) 2. βεβαιώνω κάτι με όρκο, παρέχω ένορκη διαβεβαίωση («ἐπειδὴ δὲ ὤμοσεν τὴν εἰρήνην ὁ Φίλιππος», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει γίνει προσπάθεια… …
47ἀπομνύς — ἀπομνύ̱ς , ἀπόμνυμι take an oath away from pres part act masc nom/voc sg …
48ἀπομόσας — ἀπομόσᾱς , ἀπόμνυμι take an oath away from aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
49ἀπόμνυσι — ἀπόμνῡσι , ἀπόμνυμι take an oath away from pres ind act 3rd sg …
50ἀπόμνυσιν — ἀπόμνῡσιν , ἀπόμνυμι take an oath away from pres ind act 3rd sg …