ἀπόμισϑος
1απόμισθος — ἀπόμισθος, ον (Α) 1. άμισθος, κακώς μισθοδοτούμενος 2. αυτός που εξαπατήθηκε στον μισθό του, που δεν πληρώθηκε με όσα του έταξαν 3. όποιος απολύθηκε αφού πήρε ολόκληρο τον μισθό του …
2ἀπόμισθος — away from masc/fem nom sg …
3ἀπόμισθον — ἀπόμισθος away from masc/fem acc sg ἀπόμισθος away from neut nom/voc/acc sg …
4ἀπομίσθους — ἀπόμισθος away from masc/fem acc pl ἀ̱πομίσθους , ἀπομισθόω let out for hire imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀπομισθόω let out for hire imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) ἀπομισθόω let out for hire imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …
5ἀπομίσθων — ἀπόμισθος away from masc/fem/neut gen pl ἀ̱πομίσθων , ἀπομισθόω let out for hire imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱πομίσθων , ἀπομισθόω let out for hire imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀπομισθόω let out for hire imperf ind act 3rd pl… …
6ἀπόμισθοι — ἀπόμισθος away from masc/fem nom/voc pl …
7μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από …