ἀπόμελι
1απόμελι — ἀπόμελι ( ιτος), το (Α) υδρόμελι, φτωχικό ποτό …
2απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… …
3αφάκα — η (Α ἀφάκη) το φυτό λάθυρος ο ερέβινθος, το λαθούρι νεοελλ. το φυτό φλόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. αφάκα < αρχ. αφάκη, λ. αβέβαιης ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητικό (με μειωτική χροιά) ή προθεματικό + φακός «φακή», πράγμα που παρατήρησαν ήδη ο Διοσκουρίδης… …
4μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …