ἀπόμαχος
1ἀπόμαχος — unfit for service masc/fem nom sg …
2απόμαχος — ο (Α ἀπόμαχος, ον) νεοελλ. 1. απόστρατος 2. αυτός που έχει αποσυρθεί από την εργασία ή την υπηρεσία του αρχ. εκείνος που δεν μπορεί πλέον να μάχεται …
3απόμαχος — η, ο αυτός που αποσύρθηκε από τη δουλειά του, το επάγγελμά του: Στο καφενείο εκείνο του λιμανιού μαζεύονταν συνήθως οι απόμαχοι ναυτικοί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀπόμαχον — ἀπόμαχος unfit for service masc/fem acc sg ἀπόμαχος unfit for service neut nom/voc/acc sg …
5ἀπομαχωτάτου — ἀπόμαχος unfit for service masc/neut gen superl sg …
6ἀπομάχοις — ἀπόμαχος unfit for service masc/fem/neut dat pl ἀ̱πομάχοις , ἀπομάσσω wipe off perf opt act 2nd sg (doric aeolic) …
7ἀπομάχου — ἀπόμαχος unfit for service masc/fem/neut gen sg ἀπομάχομαι fight from pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἀπομάχομαι fight from imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …
8ἀπομάχους — ἀπόμαχος unfit for service masc/fem acc pl …
9ἀπομάχων — ἀπόμαχος unfit for service masc/fem/neut gen pl …
10ἀπόμαχα — ἀπόμαχος unfit for service neut nom/voc/acc pl ἀ̱πόμαχα , ἀπομάσσω wipe off perf ind act 1st sg (doric aeolic) …