ἀπόβρεγμα
1ἀπόβρεγμα — infusion neut nom/voc/acc sg …
2απόβρεγμα — το (AM ἀπόβρεγμα) νερό μέσα στο οποίο έχει μουσκέψει και διαλυθεί σπόρος φυτού …
3ἀποβρέγμασι — ἀπόβρεγμα infusion neut dat pl …
4ἀποβρέγματα — ἀπόβρεγμα infusion neut nom/voc/acc pl …
5ἀποβρέγματι — ἀπόβρεγμα infusion neut dat sg …
6ἀποβρέγματος — ἀπόβρεγμα infusion neut gen sg …