ἀπωλεία
1ἀπωλεία — ἀπωλείᾱ , ἀπώλεια destruction fem nom/voc/acc dual …
2ἀπωλείᾳ — ἀπωλείᾱͅ , ἀπώλεια destruction fem dat sg (attic doric aeolic) …
3ἀπώλεια — destruction fem nom/voc sg …
4απώλεια — η (AM ἀπώλεια) 1. το να χαθεί κάποιος ή κάτι 2. ο θάνατος, ο χαμός 3. ηθική καταστροφή, διαφθορά νεοελλ. 1. ζημιά, βλάβη 2. ελάττωση της αρχικής ποσότητας, διαφυγή («απώλεια στο αέριο») 3. στον πληθ. οι απώλειες το σύνολο των νεκρών, τραυματιών,… …
5απώλεια — η χάσιμο, ζημιά: Μεγάλη απώλεια για σας ο θάνατος του πατέρα σας· στον πληθ. απώλειες, οι το σύνολο των νεκρών, τραυματιών, αιχμαλώτων και αγνοουμένων σε μια μάχη ή σ έναν πόλεμο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6ἀπωλείας — ἀπωλείᾱς , ἀπώλεια destruction fem acc pl ἀπωλείᾱς , ἀπώλεια destruction fem gen sg (attic doric aeolic) …
7ἀπωλείαι — ἀπωλείᾱͅ , ἀπώλεια destruction fem dat sg (attic doric aeolic) …
8ἀπωλείαις — ἀπώλεια destruction fem dat pl …
9ἀπωλείης — ἀπώλεια destruction fem gen sg (epic ionic) …
10ἀπωλείῃ — ἀπώλεια destruction fem dat sg (epic ionic) …