ἀπρέπεια
1ἀπρεπείᾳ — ἀπρεπείᾱͅ , ἀπρέπεια unseemliness fem dat sg (attic doric aeolic) …
2ἀπρέπεια — unseemliness fem nom/voc sg …
3απρέπεια — η (AM ἀπρέπεια) έλλειψη ευπρέπειας ή κοσμιότητας νεοελλ. κακή, απρεπής ενέργεια αρχ. ασχήμια …
4απρέπεια — η αγένεια, ασχήμια: Αυτό που έκανες απόψε ήταν απρέπεια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἀπρεπείας — ἀπρεπείᾱς , ἀπρέπεια unseemliness fem acc pl ἀπρεπείᾱς , ἀπρέπεια unseemliness fem gen sg (attic doric aeolic) …
6ἀπρεπείαις — ἀπρέπεια unseemliness fem dat pl …
7ἀπρέπειαν — ἀπρέπεια unseemliness fem acc sg …
8άτροπος — I Μια από τις τρεις Μοίρες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. II (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 8 Μαρτίου 1888. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,7 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη… …
9αγένεια — η (Α ἀγένεια) [ἀγενής] νεοελλ. έλλειψη ευγένειας, καλών τρόπων στην κοινωνική συμπεριφορά, απρέπεια αρχ. ταπεινή καταγωγή …
10αδρομία — η [άδρομος] 1. (κυριολεκτικά) η έλλειψη δρόμων ή συγκοινωνίας 2. αστοχία στα λόγια, απρέπεια …