ἀπρέπεια

  • 31πολιτεύω — ΝΜΑ [πολίτης] μέσ. πολιτεύομαι α) μετέχω ενεργά στην πολιτική ζωή ενός τόπου βάζοντας υποψηφιότητα για αιρετή αρχή, ιδίως, σήμερα, για το βουλευτικό αξίωμα («οὐδε γὰρ ὁ νόμος τοὺς ἰδιωτεύοντας, ἀλλὰ τοὺς πολιτευομένους ἐξετάζει», Αισχίν.) β)… …

    Dictionary of Greek

  • 32σολοικισμός — Βλ. λ. Σόλοι (2). * * * ο, ΝΑ 1. σφάλμα, ιδίως συντακτικό, κατά τη χρήση τής γλώσσας, παραβίαση τών συντακτικών, κυρίως, κανόνων τής γλώσσας, καθώς και χρήση προτάσεων ή εκφράσεων που δεν ανταποκρίνονται στα συμφραζόμενα και στα δεδομένα τών… …

    Dictionary of Greek

  • 33υλακτώ — ὑλακτῶ, έω, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑλακῶ, άω, Α (για σκυλιά) εκβάλλω φωνή, αλυχτώ, γαβγίζω αρχ. 1. (αμτβ.) μτφ. α) χρησιμοποιείται για τον παλμό ή για τη βοή που κάνει η καρδιά ανθρώπου οργισμένου β) (για κενό στομάχι) ζητώ τροφή 2. (μτβ.) μτφ. α)… …

    Dictionary of Greek

  • 34χυδαιότητα — η / χυδαιότης, ητος, ΝΜΑ [χυδαῑος] η ιδιότητα τού χυδαίου, προστυχιά, απρέπεια (α. «δεν μπορώ να ανεχθώ τη χυδαιότητα τού χαρακτήρα του» β. «τῆς παρ ἡμῑν ῥᾳθυμίας καὶ χυδαιότητος», Iουλ.) νεοελλ. χυδαία φράση ή ενέργεια («η χθεσινή χυδαιότητά του …

    Dictionary of Greek

  • 35χωριάτικος — η, ο, Ν [χωριάτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωριάτη ή στο χωριό («χωριάτικο σπίτι») 2. αυτός που προέρχεται από το χωριό («χωριάτικα έθιμα») 3. εκείνος που παράγεται ή κατασκευάζεται στο χωριό ή είναι παρόμοιος με αυτόν («χωριάτικο… …

    Dictionary of Greek

  • 36χωριατιά — η / χωριατία, ΝΜ [χωριάτης] έλλειψη καλής συμπεριφοράς, απρέπεια, αγένεια νεοελλ. συνεκδ. το σύνολο τών χωρικών, οι χωριάτες («μαζεύτηκε όλη η χωριατιά για να γιορτάσει») μσν. βαριά προσβολή εις βάρος κάποιου …

    Dictionary of Greek

  • 37Άσπαλις — Μυθολογικό πρόσωπο.Κόρη του Αργαίου και αδελφή του Αστυγίτη, από τη Μελιταία της φθιωτικής Αχαΐας. Αγνή και πολύ ωραία, προκάλεσε τον πόθο του τυράννου της πατρίδας της Τάρταρου, που την καταδίωκε και της μιλούσε με απρέπεια. Η Ά., νιώθοντας πως… …

    Dictionary of Greek

  • 38Ευρυτίων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κένταυρος της Θεσσαλίας. Μέσα στη μέθη του συμπεριφέρθηκε με απρέπεια στον οίκο του Πειρίθη. Γι’ αυτό τιμωρήθηκε από τους Λάπιθες με αποκοπή της μύτης και των αφτιών του. Έτσι δόθηκε η αφορμή του πολέμου ανάμεσα… …

    Dictionary of Greek

  • 39ԱՆՎԱՅԵԼՉՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0239 Chronological Sequence: Early classical, 6c գ. ἁπρέπεια indecentia, dedecus, αἱσχύνη pudor, ignominia Անպատշաճութիւն. անտեղութիւն. տգեղեութիւն. ամօթ. *Զառաւել անվայելչութեան տեսանել է գործ. Պիտ.: *Զի մի՛ երեւեսցի անվայելչութիւն… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 40έκτροπο — το (και συνήθως στον πληθ. έκτροπα), ανάρμοστη πράξη ή συμπεριφορά, απρέπεια …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)