ἀπρέπεια
21ατσαλιά — και ατσαλοσύνη, η [άτσαλος] 1. ακαταστασία, αταξία 2. απρέπεια, ακοσμία, αυθάδεια 3. ακαθαρσία, βρομιά …
22ατόπημα — το (AM ἀτόπημα) [άτοπος] απρέπεια, παρεκτροπή …
23βαρβατεύω — [βαρβάτος] 1. αρχίζω να αισθάνομαι τη γενετήσια ορμή 2. συμπεριφέρομαι με απρέπεια 3. δυναμώνω …
24γαϊδουριά — η συμπεριφορά που αρμόζει σε γάιδαρο, απρέπεια, χοντροκοπιά …
25γαϊδουροφέρνω — συμπεριφέρομαι σαν γαϊδούρι, με απρέπεια και βαναυσότητα …
26εγκοισυρούμαι — ἐγκοισυροῡμαι ( όομαι) (Α) (για γυναίκα) ντύνομαι, στολίζομαι με πολυτέλεια και απρέπεια όπως η Κοίσυρα …
27ενσατυρίζω — ἐνσατυρίζω (Α) [σατυρίζω] φέρομαι με απρέπεια …
28κατασχημονώ — κατασχημονῶ, έω (Α) φέρομαι με ασχημοσύνη, με απρέπεια, αισχρά …
29παράκοσμος — ον, Α άκοσμος, απρεπής, ανάρμοστος. επίρρ... παρακόσμως Α με απρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κόσμος (πρβλ. ά κοσμος)] …
30παροινώ — έω ΜΑ [πάροινος] φέρομαι βίαια και υβριστικά κατά την οινοποσία (α. «μεθύων ἐπαρῴνει μάλιστα μὲν εἰς αὐτόν, εἶτα καὶ εἰς ἡμᾱς», Δημοσθ.) αρχ. 1. φέρομαι υβριστικά, προσβάλλω, κακομεταχειρίζομαι («οὐ μὴ εὕρης τοὺς ανθρώπους οἳ παροινήσουσιν εἰς… …