ἀπρέπεια

  • 11ακαιρία — η (Α ἀκαιρία) (Ν και ακαιριά) [άκαιρος] καιρικές συνθήκες επιβλαβείς για τη γεωργία αρχ.1. ακαταλληλότητα τών περιστάσεων (αντίθ. τών ευκαιρία, εγκαιρία, επικαιρία) 2. έλλειψη ευκαιρίας (αντίθ. τού καιρός) 3. ανάρμοστη συμπεριφορά, απρέπεια,… …

    Dictionary of Greek

  • 12ακοσμία — Φιλοσοφικός όρος τον οποίο χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης για να δηλώσει την αναρχική κατάσταση των πόλεων της Κρήτης, όταν δεν υπήρχαν κόσμοι, όπως λέγονταν οι ανώτατοι άρχοντες στις κρητικές πόλεις. Στα νεότερα χρόνια τον όρο χρησιμοποίησε πρώτος… …

    Dictionary of Greek

  • 13αμάθεια — η (Α ἀμαθία) [αμαθής] έλλειψη γνώσεων, άγνοια, απειρία, αδαημοσύνη νεοελλ. έλλειψη στοιχειωδών γραμματικών γνώσεων, αγραμματοσύνη, αμορφωσιά αρχ. 1. το να είναι κανείς αγροίκος, ακαλλιέργητος, απαίδευτος 2. αγένεια, απρέπεια 3. ιδιοτροπία,… …

    Dictionary of Greek

  • 14αναισχυντίζω — ἀναισχυντίζω (Μ) [ἀναίσχυντος] φέρομαι με απρέπεια, αδιάντροπα …

    Dictionary of Greek

  • 15αναστομώ — άω 1. διεγείρω, προκαλώ την όρεξη 2. (αμτβ.) λιγουρεύομαι, μού ανοίγει η όρεξη 3. μτφ. μιλώ με απρέπεια, αντιλέγω, αυθαδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθ. ανά + στόμα] …

    Dictionary of Greek

  • 16ανοικειότητα — η (Μ ἀνοικειότης) απρέπεια, ακοσμία, ασχημοσύνη …

    Dictionary of Greek

  • 17αποματαΐζω — ἀποματαΐζω (Α) [ματαΐζω] 1. συμπεριφέρομαι με απρέπεια 2. πέρδομαι …

    Dictionary of Greek

  • 18απρεπής — ές κ. άπρεπος, η, ο (AM ἀπρεπής, ές) [πρέπω] ο μη ευπρεπής, ανάρμοστος αρχ. 1. (για πρόσωπα) αισχρός, μιαρός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπρεπές η απρέπεία …

    Dictionary of Greek

  • 19αταξία — (Ιατρ). Η διαταραχή της εναρμόνισης των μυϊκών συσπάσεων με συνέπεια τη δυσχέρεια στη διατήρηση σταθερής όρθιας θέσης (στατική α.) και στην ορθή εκτέλεση κινήσεων των άκρων, εξαιτίας λανθασμένης εκτίμησης της μυϊκής δύναμης που πρέπει να… …

    Dictionary of Greek

  • 20ατασθαλία — η (ΑΜ ἀτασθαλία) [ατάσθαλος] ηθική αταξία, απρέπεια νεοελλ. παράνομη ενέργεια, υπέρβαση καθήκοντος αρχ. 1. αλαζονεία, ασέβεια 2. πληθ. ασεβείς ενέργειες, ανόσιες πράξεις …

    Dictionary of Greek