ἀπο-χαλκεύω

  • 1χαλκεύω — ΝΜΑ [χαλκεύς] 1. (μτβ.) κατασκευάζω κάτι από χαλκό 2. (αμτβ.) είμαι χαλκεύς, κατεργάζομαι τον χαλκό νεοελλ. μτφ. α) πλάθω, δημιουργώ («τόν παρέπεμψαν με χαλκευμένες κατηγορίες») β) μηχανορραφώ, μηχανώμαι («χάλκευσαν έναν σωρό συκοφαντίες») μσν.… …

    Dictionary of Greek

  • 2χαλκεύω — χάλκευσα και χάλκεψα, χαλκεύτηκα, χαλκευμένος 1. φτιάχνω κάτι από χαλκό. 2. είμαι χαλκιάς. 3. σκευωρώ, μηχανεύομαι: Χαλκεύει συκοφαντίες …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3χάλκευση — η, Ν η ενέργεια τού χαλκεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεύω. Η λ., στον λόγιο τ. χάλκευσις, μαρτυρείται από το 1864 στον Ιω. Περβάνογλου] …

    Dictionary of Greek

  • 4χάλκευμα — το, ΝΑ [χαλκεύω] καθετί το κατασκευασμένο από χαλκό νεοελλ. μτφ. συκοφαντία, σκευωρία, μηχανορραφία αρχ. στον πληθ. τὰ χαλκεύματα δεσμά από χαλκό …

    Dictionary of Greek

  • 5χαλκευτός — ή, όν, Α [χαλκεύω] 1. κατασκευασμένος από χαλκό ή από άλλο μέταλλο 2. (γενικά) επεξεργασμένος, κατασκευασμένος («στίλος Πιερίδων χαλκευτὸς ἐπ ἄκμοσιν», Ανθ. Παλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 6καταχαλκεύω — (AM) κατεργάζομαι χαλκό, χύνω κάτι σε χαλκό, κατασκευάζω κάτι με χαλκό αρχ. παθ. καταχαλκεύομαι κατασκευάζομαι («ἐπ οὐδενὶχρησίμῳ κατεχαλκεύθη», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χαλκεύω «κατασκευάζω κάτι από χαλκό»] …

    Dictionary of Greek

  • 7μεταχαλκεύω — (ΑΜ) επεξεργάζομαι τον χαλκό και τού δίνω νέο σχήμα, μετασχηματίζω, ξαναχύνω τον χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + χαλκεύω «κατασκευάζω κάτι από χαλκό»] …

    Dictionary of Greek

  • 8προχαλκεύω — ΝΑ νεοελλ. επινοώ από πριν («προχαλκευμένες κατηγορίες») αρχ. (κυριολ. και μτφ.) χαλκεύω, κατασκευάζω στο σιδηρουργείο («προχαλκεύει δ Αἶσα φασγανουργός», Αισχύλ.) …

    Dictionary of Greek