ἀπο-χάζομαι

  • 1κιχάνω — και κιγχάνω (Α) 1. συναντώ, βρίσκω, πετυχαίνω («μή σε γέρον κοίλῃσιν ἐγὼ παρὰ νηυσὶ κιχείω», Ομ. Ιλ.) 2. προλαβαίνω κάποιον ή κάτι, προφτάνω κάποιον ή κάτι (α. «ἠέ σε δουρὶ κιχήσομαι», Ομ. Ιλ. β. «ὅ καὶ πτερόεντ αἰετὸν κίχε», Πίνδ.) 3. τυγχάνω*… …

    Dictionary of Greek

  • 2μεταχάζομαι — (Α) οπισθοχωρώ, οπισθοδρομώ από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + χάζομαι «υποχωρώ, οπισθοχωρώ»] …

    Dictionary of Greek