ἀπο-φῠτεύω
1φυτεύω — φύτεψα, φυτεύτηκα, φυτεμένος 1. βάζω μέσα στο έδαφος για να ριζοβολήσει και να αναπτυχθεί σπόρο φυτού ή τη ρίζα νεαρού φυτού που ξεριζώθηκε από άλλο μέρος, κάνω κάτι να φυτρώσει. 2. μτφ., μπήγω βαθιά, χώνω κάτι βαθιά, το καταχώνω: Του φύτεψαν δυο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2δενδροφυτεύω — φυτεύω νέα δένδρα σε γυμνή ή καμένη περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …
3μεταφυτεύω — και ματαφυτεύω (ΑΜ μεταφυτεύω, Μ και ματαφυτεύω) (γενικά) αποσπώ ένα φυτό από τη θέση του και το φυτεύω σε άλλη θέση νεοελλ. 1. (ειδικά) φυτεύω φυτάριο από το φυτώριο στον αγρό 2. μτφ. μεταφέρω και μεταδίδω ιδέες, έθιμα ή μεθόδους από έναν τόπο… …
4φύτευμα — (phyteuma). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των καμπανουλιδών, της τάξης των συνάνδρων. Περιλαμβάνει γύρω στα 40 είδη πολυετών φυτών, που ανθίζουν στα ορεινά λιβάδια της Ευρώπης και της Ασίας. Έχουν ανθοταξίες ωοειδείς ή μακρόστενες,… …
5φύτευση — η / φύτευσις, εύσεως, ΝΜΑ [φυτεύω] η ενέργεια τού φυτεύω, τοποθέτηση φυτού στο έδαφος για να βλαστήσει και να αναπτυχθεί νεοελλ. (γεωπ.) η τοποθέτηση στο έδαφος νεαρών φυταρίων που προέρχονται από τα σπορεία ή από τα φυτώρια, ή φυτικών οργάνων… …
6ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω …
7επιφυτεύω — ἐπιφυτεύω (Α) φυτεύω πάνω σε κάτι ή πάνω από κάτι (α. «κἀπιφορήσεις τῆς γῆς πολλήν, κἀπιφυτεύσεις ἕρπυλλον ἄνω καὶ μύρον ἐπιχεῑς», Αριστοφ. β. «ἑπτὰ κυοφορίαις τὴν πρὸς αὐτὰς ἐπιφυτευομένην φιλοστοργίαν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φυτεύω (<… …
8υποφυτεύω — ΜΑ [φυτεύω] φυτεύω κάτι κάτω από κάτι άλλο («ὑποφυτεύειν δάφνην... ὑπὸ πεύκῃ», Θεόφρ.) …
9αναδασώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. φυτεύω πάλι με δέντρα έκταση που απογυμνώθηκε: Η έκταση που απογυμνώθηκε από την πυρκαγιά αναδασώνεται. 2. φυτεύω δέντρα για να γίνει δάσος: Αναδασώνονται όλες οι γυμνές περιοχές στην Αττική …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
10κτίζω — και χτίζω (AM κτίζω) 1. (για πόλη) ανεγείρω, ιδρύω, θεμελιώνω (α. «κτιζομένη πόλις», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῡντα κτίζουσι», Θουκ. δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2.… …