ἀπο-φθίνω

  • 21σπείρω — ΝΜΑ, και σπέρνω Ν, και αιολ. τ. σπέρρω Α 1. ρίχνω σπόρο στο έδαφος για να βλαστήσει (α. «τίποτε ξεχωριστό λουλούδι δε θα σπείρω», Παλαμ. β. «ἔσπειρεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν αγαθήν», ΚΔ γ. «σῑτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», Ηρόδ.) 2. γονιμοποιώ,… …

    Dictionary of Greek

  • 22φθινόπωρο — Εποχή του έτους, που εκτείνεται μεταξύ καλοκαιριού και χειμώνα. Διαρκεί από τις 22 Σεπτεμβρίου έως τις 22 Δεκεμβρίου. Στη διάρκεια του φ. σημειώνεται ισημερία (22 Σεπτεμβρίου), κατά την οποία η ημέρα είναι ίση με τη νύχτα. Στο νότιο ημισφαίριο το …

    Dictionary of Greek

  • 23απολείπω — (AM ἀπολείπω) 1. λείπω, δεν υπάρχω, απουσιάζω 2. αφήνω, εγκαταλείπω 3. ( ομαι) απομακρύνομαι από κάτι, εγκαταλείπω κάτι αρχ. Ι. 1. χάνω κάτι 2. (για αγώνισμα) αφήνω πίσω, ξεπερνώ 3. αφήνω ατελείωτο 4. αφήνω ανοιχτό, αφήνω διάστημα 5. είμαι… …

    Dictionary of Greek

  • 24ζένω — βλ. ζέχνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα ζένω και ζέχνω < οζένω, με σίγηση τού προτονικού ο, από τον αόρ. ώζεσα τού αρχ. όζω «βρομώ», κατά το σχήμα έφθασα φθάνω, έχυσα χύνω, έφθισα φθίνω] …

    Dictionary of Greek

  • 25μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… …

    Dictionary of Greek

  • 26μαραζιάζω — [μαράζι] 1. προκαλώ μαράζι 2. υφίσταμαι μαρασμό, μαραίνομαι από μεγάλη στενοχώρια, μαραζώνω 3. (για φυτά και άνθη) χάνω τη θαλερότητά μου, φθίνω, μαραίνομαι, μαραγγιάζω …

    Dictionary of Greek

  • 27σβήνω — έσβησα, σβήστηκα, σβησμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να σταματήσει να καίγεται ή να φωτίζει: Σβήνω την πυρκαγιά. – Σβήνω το φως. 2. διαγράφω, εξαλείφω: Έσβησαν το όνομά του από τον κατάλογο των υποψηφίων. – Σβήσε αυτή τη λέξη. 3. καταπραΰνω, καλμάρω:… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)