ἀπο-τηγανίζω
1ἀπετηγανίζετο — ἀπό τηγανίζω fry in a imperf ind mp 3rd sg …
2ἀπετηγάνισα — ἀπό τηγανίζω fry in a aor ind act 1st sg …
3ἀπετηγάνισαν — ἀπό τηγανίζω fry in a aor ind act 3rd pl …
4ἀπετηγάνισε — ἀπό τηγανίζω fry in a aor ind act 3rd sg …
5ἀπετηγάνισεν — ἀπό τηγανίζω fry in a aor ind act 3rd sg …
6φρύγω — ΝΜΑ, και φρύττω ΜΑ, και φρύσσω Α φρυγανίζω, ξεροψήνω, καβουρντίζω (α. «φρυγμένα σύκα» β. «φρυγέντα καρπόν», Γεωπ. γ. «φρυγομένων ἐρεβίνθων», Γαλ.) αρχ. 1. (για τον ήλιο) ξηραίνω με την θερμότητά μου («σκιερὴν δ ὑπὸ φηγὸν ἡελίου φρύγοντος… …
7φρικασέ — το, Ν άκλ. είδος φαγητού από κρέας και διάφορα λαχανικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fricassee «τηγανητό κρέας, καπαμάς» < ρ. fricasser «τηγανίζω κρέας με βούτυρο μέσα σε σάλτσα»] …
8ξεροτηγανίζω — ξεροτηγάνισα, ξεροτηγανίστηκα, ξεροτηγανισμένος 1. τηγανίζω με λίγο λάδι ή βούτυρο: Σώθηκε το λάδι και τα ψάρια ξεροτηγανίστηκαν. 2. κάνω κάτι πολύ ξερό από το πολύ τηγάνισμα: Τις ξεροτηγάνισες τις πατάτες. 3. μτφ., ταλαιπωρώ, ενοχλώ υπερβολικά,… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)