ἀπο-σῡκάζω

  • 1συκάζω — Α [σῡκον] 1. μαζεύω ώριμα σύκα 2. εξετάζω, ερευνώ κάτι με μεγάλη προσοχή και ακρίβεια 3. (σε ερωτική επαφή) τρίβω ελαφρά και χαϊδεύω 4. φρ. «συκάζειν τὰς συκᾱς» το μάζεμα τών σύκων από τις συκιές (Πολυδ.) …

    Dictionary of Greek