ἀπο-σμῑλεύω

  • 1σμιλεύω — ΜΝΑ κατεργάζομαι με σμίλη, γλύφω, λαξεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμίλη. Το ρ. απαντά αρχικά σε συνθ. με προθέσεις (πρβλ. απο σμιλεύω, δια σμιλεύω)] …

    Dictionary of Greek

  • 2σμίλη — Κοπτικό εργαλείο, γενικά κατάλληλο για την κατεργασία ξύλου, μετάλλων και λίθων. Αποτελείται από μια χαλύβδινη ράβδο ορθογωνικής διατομής με στρογγυλεμένες ακμές, το ένα άκρο της οποίας έχει σχήμα κοπτικής αιχμής. Χρησιμοποιείται με κρούση στο… …

    Dictionary of Greek