ἀπο-σεύω
1σεύω — Α 1. διώχνω 2. (κατ επέκτ.) κυνηγώ, θηρεύω 3. καταδιώκω («σεύοντ ἀγέλας βίᾳ», Βακχυλ.) 4. παρορμώ, ερεθίζω κάποιον εναντίον κάποιου άλλου («ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας... σεύῃ ἐπ ἀγροτέρῳ συΐ», Ομ. Ιλ.) 5. (με απρμφ.) προτρέπω, παρακινώ… …
2ἀπεσσεύοντο — ἀπό , εἰσ σεύω put in quick motion imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) …
3ἀναπεσσευόμενον — ἀνά , ἀπό , εἰσ σεύω put in quick motion pres part mp masc acc sg ἀνά , ἀπό , εἰσ σεύω put in quick motion pres part mp neut nom/voc/acc sg ἀνά πεσσεύω play at draughts pres part mp masc acc sg ἀνά πεσσεύω play at draughts pres part mp neut… …
4σώος — α, ο / σῶος, ώα, ον, ΝΜΑ, και σῶς, σῶν κ. ιων. τ. σόος, η, ον και σᾱος, ον, Α αυτός που δεν έχει υποστεί κακό, βλάβη ή ατύχημα, αβλαβής, ακέραιος, άρτιος αρχ. 1. (για χρηματικό ποσό) αμείωτος («χρυσὸς δὲ σῶς ὃν ἦλθεν ἐκ Τροίας ἔχων», Ευρ.) 2.… …
5παρασεύω — Α 1. αναγκάζω κάποιον να τρέξει πέρα από κάτι, παρωθώ 2. παθ. παρασεύομαι περνώ βιαστικά, ορμητικά, φεύγω πέρα από κάποιο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σεύω / σεύομαι «ορμώ»] …
6χώννυμι — και χωννύω Α μτγν. τ. τού χῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. χώννυμι (< *χώσ νυμι, πρβλ. ζώννυμι) είναι μτγν., δευτερογενώς σχηματισμένος τ. για αντικατάσταση τού άχρηστου ενεστ. χόω, ῶ (πρβλ. τους τ. ἔχουν, προσ χοῖ, χοῦσι, χοῦν), ο οποίος θα μπορούσε να …
7ετερόσσυτος — ἑτερόσσυτος, ον (Α) αυτός που εκτοξεύεται από άλλο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + συτος (< σεύω «εκτοξεύω»), πρβλ. ανά σσυτος] …
8κερατεσσείς — κερατεσσεῑς (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ τοὺς ταύρους ἕλκοντες ἀπὸ των κεράτων καλοῡνται δὲ καὶ κεραελκεῑς». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κέρας, κέρατ ος + ε , πιθ. κατά τα κερα ελκής + σσεῖς, που συνδέεται ίσως με το σεύω / ομαι (πρβλ. βο… …
9πυρίσσοος — ον, Α (με παθ. σημ.) αυτός που σώθηκε από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σσοος (< σόος, ιων. τ. τού σῶος), πρβλ. λαοσσόος, παλίν σοος. Τα συνθ. αυτού τού τύπου έχουν σχηματιστεί κατ επίδραση τών συνθ. σε σσόος (< σεύω)] …
10σώτρο — το / σῶτρον, ΝΑ η στεφάνη τροχού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σῶ τρον (με επίθημα τρον, δηλωτικό οργάνου, πρβλ. φίμωτρον) έχει σχηματιστεί από τη ρ. *kyew τού ρ. σεύομαι «τίθεμαι σε γρήγορη κίνηση, τινάζομαι» με μακρό φωνηεντισμό ō , λόγω τού ότι η στεφάνη… …