ἀπο-πέμπω
1ἀπέμπεμπε — ἀπό , ἐν πέμπω send pres imperat act 2nd sg ἀπό , ἐν πέμπω send imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
2στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… …
3πομπή — η, ΝΜΑ πανηγυρική ή θρησκευτική συνοδεία με τη συμμετοχή πολλών μαζί ανθρώπων (α. «πομπή Επιταφίου» β. «νεκρική πομπή» γ. «Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῡντο», Ηρακλ.) νεοελλ. 1. συνοδεία πολλών μαζί προσώπων ή οχημάτων 2. διαπόμπευση 3. ντροπή, αίσχος,… …
4χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο …
5φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …
6θεόπομπος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Βασιλιάς της Σπάρτης (720 675 π.Χ.). Ήταν γιος του Νίκανδρου, από το γένος των Ευρυπωντιδών. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του σημειώθηκαν σοβαρά πολεμικά γεγονότα και σημαντικές μεταβολές στο… …
7εφοδιοπομπή — η 1. στρ. αποστολή εφοδίων, ιδίως σε καιρό πολέμου 2. φάλαγγα οχημάτων ή υποζυγίων με εφόδια προς το πολεμικό μέτωπο ή με τραυματίες από αυτό («εφοδιοπομπή τραυματιών»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εφόδιο(ν) + πομπή (< πέμπω «στέλνω»). Αρχικά επλάσθη η λ.… …
8πέμψη — η / πέμψις, ΝΑ [πέμπω] 1. η ενέργεια τού πέμπω, αποστολή, στάλσιμο («ἀπὸ τῆς πέμψιος τοῦ κήρυκος», Ηρόδ.) 2. φρ. «ἡ πέμψις τῶν νικητηρίων» θριαμβευτική πομπή …
9καταπέμπω — (AM καταπέμπω) στέλνω κάτι προς τα κάτω μσν. 1. βυθίζω κάποιον σε απελπισία 2. μτφ. στέλνω κάποιον στον Άδη («πιττάκιν τὸ ἐκατάπεμψεν ἀπέσω τὴν ψυχὴν μου, εἰς θάνατον μὲ ἀπέσωσεν», Λίβ. και Ρόδ.) αρχ. 1. στέλνω από τα μεσόγεια στα παράλια 2. (ειδ …
10ουρανόπεμπτος — η, ο (Μ οὐρανόπεμπτος, ον) αυτός που έχει σταλεί από τον ουρανό, από τον θεό, θεόσταλτος νεοελλ. μτφ. ανέλπιστος, απροσδόκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + πέμπω] …