ἀπο-πυτίζω
1πυτίζω — Α φτύνω συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παραδίδεται μόνο από το Μέγα Ετυμολογικόν και έχει σχηματιστεί πιθ. με ανομοίωση < αμάρτυρο τ. *πτυτίζω < πτύω] …
2ἀπεπύτιζε — ἀπό πυτίζω spit frequently imperf ind act 3rd sg …
3καταπυτίζω — (Α) εξακοντίζω υγρό προς τα κάτω από δοχείο ή από σκεύος με στενό άνοιγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυτίζω* «φτύνω συχνά»] …