ἀπο-λακτίζω
1λάκτις — λάκτις, ιος, ἡ (Α) κόπανος, γουδοχέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *λάκτης < λάζω ή πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από λακτίζω] …
2κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …
3περιλακτίζω — Α λακτίζω από παντού, χτυπώ κλοτσώντας από όλες τις πλευρές, ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λακτίζω «χτυπώ με το πόδι, κλοτσώ»] …
4λαχτάρα — η (Μ λακτάρα) νεοελλ. 1. ζωηρή επιθυμία, διακαής πόθος («είχα λαχτάρα να τόν δω») 2. χτύπος τής καρδιάς, χτυποκάρδι που προέρχεται από αδημονία, αγωνία («με λαχτάρα περίμενε τόσα χρόνια νέα από το παιδί της») 3. μεγάλος φόβος, τρομάρα, τρεμούλα,… …
5κλοτσώ — (Μ κλοτσῶ, άω) [κλότσος] χτυπώ κάποιον ή κάτι με το πόδι μου, δίνω κλοτσιά σε κάποιον ή σε κάτι, λακτίζω («ήταν τόσο εξαγριωμένος ώστε άρχισε να κλοτσάει ό,τι έβρισκε μπροστά του») νεοελλ. 1. έχω τη συνήθεια να δίνω κλοτσιές («αυτό το άλογο δεν… …
6λαχταρίζω — (Μ λαχταρίζω και λακταρίζω) 1. λαχταρώ, επιθυμώ ζωηρά, είμαι γεμάτος λαχτάρα 2. σπαρταρώ, τινάζομαι βίαια, σφαδάζω 3. συνταράσσομαι, τρέμω, συγκλονίζομαι από έντονο συναίσθημα 4. αναδεύομαι, κινούμαι ή αναδύομαι μέσα από την ψυχή («κλείσε μέσα… …
7λακτοκοπίζω — και λακτοκοπώ (Μ) ποδοπατώ ή κλοτσώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λακτοκοπώ < θ. λακτ τού λάξ (πρβλ. λακτίζω) + κοπῶ < κόπος < κόπτω (πρβλ. ιδρο κοπώ, ξυλο κοπώ). Ο τ. λακτοκοπίζω είναι υποχωρητ. σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐ λακτοκόπησα τού… …
8λακτώ — (Μ λακτῶ, έω) κλοτσώ μσν. μτφ. βάζω στην άκρη, παραμερίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμ. ενεστ. τού λακτίζω από τον αόρ. ἐλάκτισα, που συνέπιπτε φωνητικώς με τον αόρ. τών ρημάτων σε ῶ] …
9λαξ — (Α λάξ) επίρρ. νεοελλ. φρ. «πυξ και λαξ» ή «πυξ λαξ» με γροθιές και με κλοτσιές («πυξ λαξ τόν έδιωξαν από το σπίτι») αρχ. με το πόδι, με τη φτέρνα (α. «λὰξ ἐν στἡθεσι βὰς ἐξέσπασε μείλινον ἔγχος», Ομ. Ιλ. β. «ἀθέῳ ποδὶ λὰξ ἀτίσης», Αισχύλ.).… …
10πληκτίζομαι — Α 1. διαπληκτίζομαι, φιλονικώ («αργάλεον δὲ πληκτίζεσθ ἀλόχοισι Διός», Ομ. Ιλ.) 2. χτυπάω με τα χέρια μου το στήθος θρηνολογώντας, στηθοδέρνομαι («κόμην τίλλουσα γόῳ πληκτίζετο μήτηρ», (Ανθ. Παλ.) 3. μτφ. κάνω ζωηρά ερωτικά παιχνίδια, σεξουαλικές …
- 1
- 2