ἀπο-κόπτω

  • 41μπαταρία — Βλ. λ. συσσωρευτής. * * * η 1. (ηλεκτρ.) ηλεκτρικός συσσωρευτής 2. τεχνολ. διάταξη από βρύσες λουτρού ή κουζίνας που χρησιμεύει για την ανάμιξη τού θερμού με το κρύο νερό 3. μουσ. ονομασία τής ομάδας τών κρουστών οργάνων μιας ορχήστρας. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek

  • 42νεόκοπος — και νιόκοπος, η, ο (Α νεόκοπος, ον) 1. αυτός που κόπηκε πριν από λίγο, φρεσκοκομμένος 2. (κατ επέκτ.) ο πρόσφατος νεοελλ. 1. (ειδικά) (για νομίσματα) αυτός που κόπηκε πρόσφατα για να μπει στην κυκλοφορία ή έχει μπει πρόσφατα στην κυκλοφορία 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 43νομισματοκόπος — ο, η αυτός που με ειδικά μηχανήματα κόβει και εκτυπώνει νομίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμισμα, ατος + κόπος (< κόπτω). Η λ. μαρτυρείται από το 1745 στον Θ. Μανδακάση] …

    Dictionary of Greek

  • 44παυσικάπη — ἡ, Α 1. στρογγυλός κλοιός σαν φίμωτρο, που εξείχε πάνω από το κεφάλι, τον οποίο φορούσαν στους δούλους για να εμποδίζονται να τρώνε αλεύρι ή ζυμάρι κατά το άλεσμα τού σιταριού ή κατά το ζύμωμα 2. όμοιο φίμωτρο τών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου… …

    Dictionary of Greek

  • 45πλευροκοπώ — άω / πλευροκοπῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. μσν. επιτίθεμαι από τα πλευρά σε στρατιωτικό τμήμα ή σε οχυρωμένη θέση, προσβάλλω τα πλευρά στρατιωτικού σχηματισμού τού εχθρού αρχ. χτυπώ κάποιον στα πλευρά («πλευροκοπῶν δίχ ἀνερρήγνυ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 46σαρκοκόπτης — ο, Ν ζωολ. γένος μικροσκοπικών ακάρεων που προκαλούν την ψώρα τού ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ, πρβλ. αγγλ. sarcoptes (< σάρκα + κόπτω). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] …

    Dictionary of Greek

  • 47χαλαζοκοπώ — έω, Α (το παθ.) χαλαζοκοποῡμαι, έομαι (για φυτό) καταστρέφομαι, σπάω από το χαλάζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαζα + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κοπῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 48χονδροκοπής — Ν επίρρ. άκομψα, άγαρμπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χονδρ(ο) /χοντρ(ο) * + κόπος (< κόπτω) + επιρρμ. κατάλ. ής, η οποία προέρχεται από τη γεν. εν. θηλ. ουσ. (πρβλ. μισοτιμ ής)] …

    Dictionary of Greek

  • 49χορτοκοπτικός — ή, ό, Ν 1. ο κατάλληλος ή ο χρήσιμος για την κοπή χόρτου 2. φρ. «χορτοκοπτική μηχανή» μηχανή με την οποία κόβεται, τεμαχίζεται και καθαρίζεται από τα χώματα το χόρτο που προορίζεται για ζωοτροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + κοπτικός (< κόπτω), πρβλ …

    Dictionary of Greek