ἀπο-κόπτω

  • 31καρδιοκοπώ — καρδιοκοπῶ (Μ) οδύρομαι από τα βάθη τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + κοπῶ (< κόπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπώ, σφυρο κοπώ] …

    Dictionary of Greek

  • 32κοπετός — ο (ΑM κοπετός) γοερός θρήνος που συνοδεύεται συνήθως από δαρμούς τού στήθους («συνεκόμισαν δὲ τὸν Στέφανον ἄνδρες εὐλαβεῑς καὶ ἐποίησαν κοπετὸν μέγαν ἐπ αὐτῷ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπτω, κατά το σχήμα ὕει «βρέχει»: ὑετός] …

    Dictionary of Greek

  • 33κοπτήρας — ο [κόπτω] 1. όργανο που χρησιμοποιείται για κοπή 2. αμβλεία λεπίδα από ξύλο, κόκαλο, μέταλλο ή άλλη ύλη, που χρησιμοποιείται ως μαχαίρι για το κόψιμο φύλλων χαρτιού ή βιβλίου, χαρτοκόπτης 3. στον πληθ. οι κοπτήρες τα μπροστινά δόντια σε κάθε… …

    Dictionary of Greek

  • 34κοπτόν — κοπτόν, τὸ (Α) 1. ονομασία διαφόρων εμπλάστρων 2. πίτα από σησάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουδ. τού κοπτός, ρηματ. επίθ. τού κόπτω] …

    Dictionary of Greek

  • 35κοψ(ο)- — (Μ κοψ[ο ]) α συνθετικό λέξεων, από το θ. κοψ τού ρ. κόπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κοψ α) και το συνδετικό φωνήεν ο , που δηλώνουν ότι κάτι είναι κομμένο (πρβλ. κοψο μύτης). Σε ορισμένα νεοελλ. σύνθ. το α συνθετικό κοψ(ο) έχει πάρει τη μεταφορική σημασία… …

    Dictionary of Greek

  • 36κόπος — ο (ΑM κόπος) 1. κάματος, κόπωση, κούραση («οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος έλεῑ μου καματηρός», Αριστοφ.) 2. η καταβολή σωματικών δυνάμεων ή ψυχικών προσπαθειών, εργασία (α. «κάθε μέρα σκοτώνεται στη δουλειά και κανείς δεν λογαριάζει τον κόπο του» β. «μήπως …

    Dictionary of Greek

  • 37κόψειον — κόψειον, τὸ (Α) το φυτό ιππομάραθο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. κοψ τού κόπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κοψ α) + κατάλ. ειον (πρβλ. και άλλα ονόματα φυτών από την ίδια ρίζα, όπως κοπίσκος, κόπηθρον)] …

    Dictionary of Greek

  • 38κόψη — η [κόβω] 1. η ενέργεια τού κόβω, τμήση, κοπή 2. η ακμή κοφτερού εργαλείου («σέ γνωρίζω από την κόψη τού σπαθιού την τρομερή», Σολωμ. Εθν. Ύμν.) 3. η κατατομή, η εξωτερική εμφάνιση («έχει αετήσια κόψη») 4. η γραμμή συνάντησης τών δύο πλευρών… …

    Dictionary of Greek

  • 39λακτοκοπίζω — και λακτοκοπώ (Μ) ποδοπατώ ή κλοτσώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λακτοκοπώ < θ. λακτ τού λάξ (πρβλ. λακτίζω) + κοπῶ < κόπος < κόπτω (πρβλ. ιδρο κοπώ, ξυλο κοπώ). Ο τ. λακτοκοπίζω είναι υποχωρητ. σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐ λακτοκόπησα τού… …

    Dictionary of Greek

  • 40λυσίκοπος — λυσίκοπος, ον (Α) αυτός που απαλλάσσει από κόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + κοπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. μεσό κοπος, υπέρ κοπος] …

    Dictionary of Greek