ἀπο-κόπτω
21φροντιδοκοπούμαι — έομαι, Μ ταλαιπωρούμαι από φροντίδες, από έγνοιες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φροντίς, ίδος + κοποῦμαι (< κοπῶ < κοπος < κόπτω), πρβλ. στερνο κοποῦμαι] …
22ωβεοκόπτας — Α (κατά τον Ησύχ.) «τοὺς ὄφεις ἀπὸ τούτου [ἀπὸ τοῡ κόπτειν τὰ ᾠά] οὕτως ἐκάλουν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὤβεον «αβγό» + κόπτω] …
23-βω — κατάληξη ρημάτων της νέας Ελληνικής (πρβλ. ανάβω, θάβω, κλέβω, κόβω, νίβω, ράβω, σκύβω, στύβω), που προήλθαν με μεταπλασμό από τα αρχαία ρήματα σε πτω, εξαιτίας του αορίστου σε ψα, που ήταν κοινός τόσο σε ρήματα της αρχαίας που σχημάτιζαν τον… …
24αιροκόπος — ο ο αιρηλάτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίρα «σφυρί» + κόπος < κόπτω η λ. πλάστηκε από τον Γρηγόρ. Χαντσερή ως απόδοση τού γαλλ. martineur] …
25αμφίκοπος — η, ο (Μ ἀμφίκοπος, ον) αυτός που κόβει και από τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κόπος < κόπτω] …
26αρτοκόπος — ἀρτοκόπος και πόπος, ο, η (Α) ο αρτοποιός, αυτός που παρασκευάζει ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αρτοπόκος, με μετάθεση < αρτοπόπος, με ανομοίωση. Το β συνθετικό ποπος < * kwopos (< * pokwos, με μετάθεση) ανάγεται στη ρίζα *pekw «ψήνω, μαγειρεύω»… …
27βλαστοκοπώ — βλαστοκοπῶ ( έω) (Α) κόβω βλαστούς από δέντρο ή θάμνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλαστός + κοπώ* < κοπος < κόπτω] …
28δαδοκοπώ — ( άω) (Α δαδοκοπῶ, έω) κόβω δαδιά από ξύλο πεύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δᾴς, (δᾳδός) + κοπώ < κο πος < κόπτω] …
29ευλοκοπούμαι — εὐλοκοποῡμαι, έομαι (Α) τρώγομαι από σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευλός + κοπούμαι τού κοπώ < κοπος < κόπτω] …
30καπνοκοπτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοπή τού καπνού («καπνοκοπτική μηχανή» η μηχανή με την οποία κόβονται τα φύλλα τού καπνού). [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + κοπτικός (< κόπτω). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …