ἀπο-γεύω

  • 1γεύομαι — και γεύω (AM γεύομαι και γεύω) Ι. γεύομαι 1. τρώω, γευματίζω 2. δοκιμάζω με τη γλώσσα 3. αποκτώ ευχάριστη ή δυσάρεστη εμπειρία αρχ. 1. δοκιμάζω να κάνω κάτι, προσπαθώ 2. οσφραίνομαι, μυρίζω. II. γεύω προσφέρω γεύμα σε κάποιον αρχ. 1. δίνω σε… …

    Dictionary of Greek