ἀποῤῥάπτειν τὸ φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ

  • 1ολόσχοινος — ο (Α ὁλόσχοινος) είδος σχοίνου πολύ σαρκώδους και παχύτερου από τους άλλους («πρὸς γὰρ τὰ πλέγματα χρησιμώτερος ὁ ὁλόσχοινος, διὰ τὸ σαρκῶδες καὶ μαλακόν», Θεόφρ.) αρχ. 1. ως επίθ. ὁλόσχοινος, ον ο κατασκευασμένος από λυγαριά 2. παροιμ.… …

    Dictionary of Greek