ἀποχρῶν

  • 1αποχρών, -ώσα, -ών — επαρκής, πειστικός, αρχαία μετοχή που χρησιμοποιείται μονάχα στη λογική και στα μαθηματικά στις φράσεις «αποχρών λόγος» και «αποχρώσα αιτία» …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 2αποχρών — ώσα, ών βλ. αποχρώ …

    Dictionary of Greek

  • 3ἀποχρῶν — ἀποχράω suffice pres part act masc voc sg ἀποχράω suffice pres part act neut nom/voc/acc sg ἀποχράω suffice pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἀποχράω suffice pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4αποχρώ — ἀποχρῶ ( άω κ. ιων. τ. έω) (Α) Ι. 1. αρκώ, επαρκώ 2. απρόσ. είναι αρκετό, αρκεί 3. ( ώμαι) α) είμαι ευχαριστημένος με κάτι, ικανοποιούμαι β) μεταχειρίζομαι κάτι για δική μου ωφέλεια, επωφελούμαι 4. κάνω κατάχρηση 5. καταστρέφω, σκοτώνω II. επίρρ …

    Dictionary of Greek

  • 5CANINIUS Celer — Orator Graecus, inter Praeceptores Marci Antonini Philos. apud Iul. Capitolin. c. 2. cuius praetereâ nemo meminit, praeter unum Philostratum, qui vitam eius sed nec ex proposito scripsit; meminit tantum illius obiter, et τεχνογράφον nominat;… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 6λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …

    Dictionary of Greek

  • 7Λάιμπνιτς, Γκότφριντ Βίλχελμ — (Gotfride Wilhelm Leibniz, Λειψία 1646 – Ανόβερο 1716). Γερμανός φιλόσοφος και μαθηματικός. Προερχόμενος από οικογένεια με υψηλές πνευματικές παραδόσεις (ο πατέρας και ο παππούς του υπήρξαν καθηγητές της νομικής στο πανεπιστήμιο της Λειψίας),… …

    Dictionary of Greek