ἀποφεῖν
1αποφώλιος — ἀποφώλιος, ον (Α) 1. ανώφελος, μάταιος 2. αποκρουστικός, τερατώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρικό επίθετο αβέβαιης σημασίας. Οι αρχαίοι το ερμήνευσαν «ανεμώλιος, μάταιος», δηλ. «μάταιος, κενός». Συνδέεται πιθ. με το απαφείν (αιολ. ή αχαϊκό αποφείν) αόρ. του… …
2ap-1 (proper ǝp-) : ēp- — ap 1 (proper ǝp ) : ēp English meaning: to take, grab, reach Deutsche Übersetzung: “fassen, nehmen, erreichen” Note: From the reduced Root ghabh : “to grab, take”, derived Root ap 1 (exact ǝp ) : ēp : “to take, grab, reach, *give” …