ἀποτομία
1ἀποτομία — ἀποτομίᾱ , ἀποτομία severity fem nom/voc/acc dual ἀποτομίᾱ , ἀποτομία severity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἀποτομίᾳ — ἀποτομίᾱͅ , ἀποτομία severity fem dat sg (attic doric aeolic) …
3αποτομία — η (AM ἀποτομία) [απότομος] αυστηρότητα …
4ἀποτομίας — ἀποτομίᾱς , ἀποτομία severity fem acc pl ἀποτομίᾱς , ἀποτομία severity fem gen sg (attic doric aeolic) …
5ἀποτομίαι — ἀποτομίᾱͅ , ἀποτομία severity fem dat sg (attic doric aeolic) …
6ἀποτομίαν — ἀποτομίᾱν , ἀποτομία severity fem acc sg (attic doric aeolic) …
7ἀποτομίαις — ἀποτομία severity fem dat pl …
8κολουρία — κολουρία, ἡ (Α) [κόλουρος] (κατά τον Ησύχ.) «ἀποτομία» …
9ԱՆԳԹՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0126 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c, 12c գ. ἁποτομία crudelitas, acerbitas Պակասութիւն գթոյ. անողորմութիւն. անագորունութիւն. անխնայութիւն. ... *Եղեւ ողորմած քահանայապետ, ոչ եւս օրինականացն անգթութեանց իշխել հրամայեալ.… …