ἀποτελεσματικός
1ἀποτελεσματικός — productive of material objects masc nom sg …
2αποτελεσματικός — ή, ό (AM ἀποτελεσματικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που φέρνει ικανοποιητικό αποτέλεσμα μσν. 1. το θηλ. ως ουσ. η αποτελεσματική η αστρολογία 2. το αρσ. ως ουσ. ο αποτελεσματικός ο αστρολόγος αρχ. 1. παραγωγικός, τελεσφόρος 2. αστρολογικός 3. αστρολ.… …
3αποτελεσματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που φέρνει αποτέλεσμα, δραστικός: Πολύ αποτελεσματικό αποδείχτηκε το νέο φάρμακο για την αρρώστια πάρκινσον …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀποτελεσματικά — ἀποτελεσματικός productive of material objects neut nom/voc/acc pl ἀποτελεσματικά̱ , ἀποτελεσματικός productive of material objects fem nom/voc/acc dual ἀποτελεσματικά̱ , ἀποτελεσματικός productive of material objects fem nom/voc sg (doric… …
5ἀποτελεσματικῶν — ἀποτελεσματικός productive of material objects fem gen pl ἀποτελεσματικός productive of material objects masc/neut gen pl …
6ἀποτελεσματικόν — ἀποτελεσματικός productive of material objects masc acc sg ἀποτελεσματικός productive of material objects neut nom/voc/acc sg …
7ἀποτελεσματικαί — ἀποτελεσματικός productive of material objects fem nom/voc pl …
8ἀποτελεσματικοῖς — ἀποτελεσματικός productive of material objects masc/neut dat pl …
9ἀποτελεσματικοί — ἀποτελεσματικός productive of material objects masc nom/voc pl …
10ἀποτελεσματικούς — ἀποτελεσματικός productive of material objects masc acc pl …