ἀποσύρω
1αποσύρω — αποσύρω, απέσυρα (σπάν. απόσυρα) βλ. πίν. 217 …
2αποσύρω — κ. σέρνω (AM ἀποσύρω) νεοελλ. 1. σύρω προς τα πίσω, απομακρύνω, αποτραβώ 2. σέρνω, τραβώ προς τα έξω 3. παίρνω πίσω αυτό που έχω καταθέσει (χρήματα, αγωγή, μήνυση κ.λπ.) απομακρύνομαι, αποχωρώ, αποτραβιέμαι, παραιτούμαι αρχ. αποσπώ, απογυμνώνω …
3αποσύρω — όσυρα, ύρθηκα, υρμένος 1. αποτραβώ, απομακρύνω: Αποφάσισαν να αποσύρουν το παιδί τους από το σχολειό που φοιτά. 2. παίρνω πίσω κάτι που έχω καταθέσει: Θα αποσύρει τα χρήματά της από την τράπεζα. 3. το μέσ., αποσύρομαι, αποχωρώ, απομακρύνομαι:… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀποσεσυρμένα — ἀποσύρω tear away perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀποσεσυρμένᾱ , ἀποσύρω tear away perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀποσεσυρμένᾱ , ἀποσύρω tear away perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5ἀπέσυρεν — ἀποσύρω tear away aor ind pass 3rd pl (epic) ἀπέσῡρεν , ἀποσύρω tear away aor ind act 3rd sg ἀπέσῡρεν , ἀποσύρω tear away imperf ind act 3rd sg …
6ἀποσεσυρμένον — ἀποσύρω tear away perf part mp masc acc sg ἀποσύρω tear away perf part mp neut nom/voc/acc sg …
7ἀποσυρέντα — ἀποσύρω tear away aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀποσύρω tear away aor part pass masc acc sg …
8ἀπεσύρη — ἀποσύρω tear away aor ind pass 3rd sg …
9ἀποσεσυρμένου — ἀποσύρω tear away perf part mp masc/neut gen sg …
10ἀποσεσυρμένῳ — ἀποσύρω tear away perf part mp masc/neut dat sg …