ἀποσυρίζω
1αποσυρίζω — ἀποσυρίζω (Α) 1. σφυρίζω αμέριμνα 2. ( ομαι) ηχώ, ακούγομαι σαν σφύριγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + συρίζω (Ι) < σύριγξ «αυλός»] …
2ἀποσυριεῖς — ἀποσυρίζω whistle aloud fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀποσῡριεῖς , ἀποσυρίζω whistle aloud fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) …
3ἀποσυρίζων — ἀποσυρίζω whistle aloud pres part act masc nom sg ἀποσῡρίζων , ἀποσυρίζω whistle aloud pres part act masc nom sg …
4ἀπεσυρίζετο — ἀπεσῡρίζετο , ἀποσυρίζω whistle aloud imperf ind mp 3rd sg …
5ἀποσυρίττεσθαι — ἀποσῡρίττεσθαι , ἀποσυρίζω whistle aloud pres inf mp (attic) …