ἀποστατικός
1ἀποστατικός — of masc nom sg …
2αποστατικός — ή, ό (ΑΜ ἀποστατικός, ή, όν) 1. αυτός που ρέπει προς την αποστασία 2. αυτός που έχει τάση για σχηματισμό αποστήματος μσν. φρ. «ἀποστατικός λόγος» ασύνδετος λόγος αρχ. φρ. «ἀποστατικῶς ἔχω» έχω διάθεση ή είμαι έτοιμος για επανάσταση …
3ἀποστατικά — ἀποστατικός of neut nom/voc/acc pl ἀποστατικά̱ , ἀποστατικός of fem nom/voc/acc dual ἀποστατικά̱ , ἀποστατικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4ἀποστατικῶν — ἀποστατικός of fem gen pl ἀποστατικός of masc/neut gen pl …
5ἀποστατικόν — ἀποστατικός of masc acc sg ἀποστατικός of neut nom/voc/acc sg …
6ἀποστατικαῖς — ἀποστατικός of fem dat pl …
7ἀποστατικαί — ἀποστατικός of fem nom/voc pl …
8ἀποστατικοῖς — ἀποστατικός of masc/neut dat pl …
9ἀποστατικοῦ — ἀποστατικός of masc/neut gen sg …
10ἀποστατικούς — ἀποστατικός of masc acc pl …
- 1
- 2