ἀποσκευή
1αποσκευή, η — και συνηθέστ. στον πληθ. αποσκευές αυτά που χρειάζονται για ένα ταξίδι ή μια μακρά πορεία (βαλίτσες, σάκοι, τσάντες κτλ.), τα μπαγκάζια: Στα ταξίδια του φρόντιζε να έχει λίγες αποσκευές …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2ἀποσκευή — removal fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3αποσκευή — η (ΑΜ ἀποσκευή) συνήθ. στον πληθ. βαλίτσες, δέματα κ.λπ. που περιέχουν τα αναγκαία για ταξίδι αρχ. 1. μετακόμιση, μεταφορά 2. οικιακά σκεύη 3. ακαθαρσία, αποπάτημα …
4ἀποσκευῇ — ἀποσκευάζω fut ind mid 2nd sg (doric) ἀποσκευάζω fut ind act 3rd sg (doric) ἀποσκευή removal fem dat sg (attic epic ionic) …
5ἀποσκευαῖς — ἀποσκευή removal fem dat pl …
6ἀποσκευαί — ἀποσκευή removal fem nom/voc pl …
7ἀποσκευήν — ἀποσκευή removal fem acc sg (attic epic ionic) …
8домочадство — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (ἀποσκευή) домочадцы, слуги …
9πορτμπαγκάζ — το, Ν άκλ. χώρος στο πίσω ή πρόσθιο μέρος, ανάλογα με τη θέση τού κινητήρα τού αυτοκινήτου, για την τοποθέτηση αποσκευών και άλλων ειδών και αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. porte bagages < porter«φέρω» + bagage «αποσκευή»] …
10τζαμαντάνι — το, Ν ταξιδιωτικός σάκος, αποσκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης] …
- 1
- 2