ἀποπίπτῃ
1ἀποπίπτῃ — ἀποπί̱πτῃ , ἀποπίπτω fall off from pres subj mp 2nd sg ἀποπί̱πτῃ , ἀποπίπτω fall off from pres ind mp 2nd sg ἀποπί̱πτῃ , ἀποπίπτω fall off from pres subj act 3rd sg …
2συνορθιάζω — Α σηκώνομαι συγχρόνως όρθιος («ἵν εἴ τις ἀποπίπτῃ μὲν κακῶν, ἐγείρηται δὴ ἀγαθοῑς ἐπερειδόμενος καὶ συνορθιάζῃ», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀρθιάζω «σηκώνω, ορθώνω» (< ὄρθιος)] …