ἀποπροΐημι
1αποπροΐημι — ἀποπροΐημι (Α) 1. στέλνω εμπρός 2. ρίχνω, εξακοντίζω 3. αφήνω να πέσει κάτι …
2ἀποπροίει — ἀποπροίημι send away forward pres imperat act 2nd sg ἀποπροίει , ἀποπροίημι send away forward pres imperat act 2nd sg ἀποπροί̱ει , ἀποπροίημι send away forward imperf ind act 3rd sg (attic epic) ἀποπροίει , ἀποπροίημι send away forward imperf in …
3ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… …
4ἀποπροιείς — ἀποπροίημι send away forward pres part act masc nom/voc sg …
5ἀποπροέηκα — ἀποπροίημι send away forward aor ind act 1st sg (epic) …
6ἀποπροέηκε — ἀποπροίημι send away forward aor ind act 3rd sg (epic) …
7ἀποπροέηκεν — ἀποπροίημι send away forward aor ind act 3rd sg (epic) …