ἀπομηκύνοντα
1ἀπομηκύνοντα — ἀπομηκύ̱νοντα , ἀπομηκύνω prolong pres part act neut nom/voc/acc pl ἀπομηκύ̱νοντα , ἀπομηκύνω prolong pres part act masc acc sg ἀπομηκύ̱νοντα , ἀπομηκύνω prolong pres part act neut nom/voc/acc pl ἀπομηκύ̱νοντα , ἀπομηκύνω prolong pres part act… …