ἀπομαγδαλιά
1ἀπομαγδαλιά — ἀπομαγδαλιά̱ , ἀπομαγδαλία the crumb fem nom/voc/acc dual ἀπομαγδαλιά̱ , ἀπομαγδαλία the crumb fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἀπομαγδαλία — ἀπομαγδαλίᾱ , ἀπομαγδαλία the crumb fem nom/voc/acc dual ἀπομαγδαλίᾱ , ἀπομαγδαλία the crumb fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
3απομαγδαλία — ἀπομαγδαλία κ. ιά, η (AM ἀπομαγδαλίς) ψίχα ψωμιού με την οποία καθάριζαν τα χέρια τους μετά το δείπνο και την έριχναν στους σκύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απομαγδαλιά, όπως και το μτγν. μαγδαλιά, σχηματίστηκε κατά τα αρμαλιά, φυταλιά κ.ά., ως προς το… …
4ἀπομαγδαλιᾷ — ἀπομαγδαλία the crumb fem dat sg (attic doric aeolic) …
5ἀπομαγδαλίᾳ — ἀπομαγδαλίαι , ἀπομαγδαλία the crumb fem nom/voc pl ἀπομαγδαλίᾱͅ , ἀπομαγδαλία the crumb fem dat sg (attic doric aeolic) …
6ἀπομαγδαλίας — ἀπομαγδαλίᾱς , ἀπομαγδαλία the crumb fem acc pl ἀπομαγδαλίᾱς , ἀπομαγδαλία the crumb fem gen sg (attic doric aeolic) …
7ἀπομαγδαλιάν — ἀπομαγδαλιά̱ν , ἀπομαγδαλία the crumb fem acc sg (attic doric aeolic) …
8ἀπομαγδαλιάς — ἀπομαγδαλιά̱ς , ἀπομαγδαλία the crumb fem acc pl …
9ἀπομαγδαλίαν — ἀπομαγδαλίᾱν , ἀπομαγδαλία the crumb fem acc sg (attic doric aeolic) …
10ἀπομαγδαλιαῖς — ἀπομαγδαλία the crumb fem dat pl …