ἀπολύγματος ἀπογύμνωσις
1γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… …
2nogʷ-, nogʷod(h)o-, nogʷ-no- — nogʷ , nogʷod(h)o , nogʷ no English meaning: naked Deutsche Übersetzung: “nackt” Note: often distorted taboo Material: O.N. nøkkva “naked make”; lengthened grade Lith. nuogas, Ltv. dial. nuôgs, O.C.S. nagъ “naked”; with… …