ἀπολίτευτος
1ἀπολίτευτος — without political constitution masc/fem nom sg …
2απολίτευτος — η, ο (AM ἀπολίτευτος, ον) αυτός που δεν συμμετέχει στην πολιτική ζωή νεοελλ. 1. εκείνος που δεν κάνει πολιτική, ο ειλικρινής 2. ο απολίτιστος αρχ. μσν. ακοινώνητος, αταίριαστος με τους πολλούς αρχ. 1. (για έθνη) ο δίχως πολιτική οργάνωση 2.… …
3απολίτευτος — η, ο αυτός που δεν ξέρει να πολιτεύεται, να συμπεριφέρεται ανάλογα με τις περιστάσεις: Ήταν άνθρωπος ντόμπρος κι απολίτευτος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀπολίτευτον — ἀπολίτευτος without political constitution masc/fem acc sg ἀπολίτευτος without political constitution neut nom/voc/acc sg …
5ἀπολιτεύτους — ἀπολίτευτος without political constitution masc/fem acc pl …
6ἀπολίτευτα — ἀπολίτευτος without political constitution neut nom/voc/acc pl …
7ἀπολίτευτοι — ἀπολίτευτος without political constitution masc/fem nom/voc pl …