ἀπολογία
1ἀπολογία — ἀπολογίᾱ , ἀπολογία speech in defence fem nom/voc/acc dual ἀπολογίᾱ , ἀπολογία speech in defence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ἀπολογίᾳ — ἀπολογίαι , ἀπολογία speech in defence fem nom/voc pl ἀπολογίᾱͅ , ἀπολογία speech in defence fem dat sg (attic doric aeolic) …
3απολογία — κ. γιά, η (AM ἀπολογία) [απόλογος] 1. απόκρουση κατηγορίας 2. δικαιολογία για ό,τι ευθύνεται κανείς μσν. νεοελλ. 1. απάντηση 2. το δικαίωμα ν απολογηθεί κάποιος 3. αποπομπή, διώξιμο μσν. 1. άδεια για αποχώρηση 2. χαιρετισμός …
4απολογία — η η υπεράσπιση από κάποια κατηγορία, η απόκρουση της κατηγορίας: Η απολογία του κατηγορουμένου δεν ήταν πειστική …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἀπολογίας — ἀπολογίᾱς , ἀπολογία speech in defence fem acc pl ἀπολογίᾱς , ἀπολογία speech in defence fem gen sg (attic doric aeolic) …
6ἀπολογίαι — ἀπολογία speech in defence fem nom/voc pl ἀπολογίᾱͅ , ἀπολογία speech in defence fem dat sg (attic doric aeolic) …
7ἀπολογίαν — ἀπολογίᾱν , ἀπολογία speech in defence fem acc sg (attic doric aeolic) …
8ἀπολογιῶν — ἀπολογία speech in defence fem gen pl …
9ἀπολογίαις — ἀπολογία speech in defence fem dat pl …
10ἀπολογίη — ἀπολογία speech in defence fem nom/voc sg (epic ionic) …