ἀπολογητικόν
1ἀπολογητικόν — ἀπολογητικός suitable for defence masc acc sg ἀπολογητικός suitable for defence neut nom/voc/acc sg …
2απολογητική — Ονομάζεται έτσι με ευρύτερη σημασία το τμήμα της διαλεκτικής που έχει σκοπό την υπεράσπιση της αλήθειας (από το ρήμα απολογούμαι, δηλαδή υπερασπίζω τον εαυτό μου). Από αυτή την άποψη μπορούν να θεωρηθούν απολογητικοί οι λόγοι μερικών αρχαίων… …