ἀπολεπίζω
11ἀπολεπίζοντος — ἀπολεπίζω peel pres part act masc/neut gen sg …
12ἀπολέπισον — ἀπολεπίζω peel aor imperat act 2nd sg …
13απολέπιση — η 1. το να αφαιρέσεις τα λέπια του ψαριού 2. ξεφλούδισμα της επιδερμίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < απολεπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …
14ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… …
15ολόπτω — ὀλόπτω (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) αποσπώ, μαδώ, τραβώ και ξεριζώνω τα μαλλιά, τις τρίχες από λύπη («ἀνδρὸς ἀμαιμακέτοιο κόμην ὤλοψε Πολυξώ», Νόνν.) 2. αφαιρώ, απολεπίζω, απογυμνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. τού ρ. οδηγεί στην υπόθεση ότι συνδέεται με το ρ.… …
16προαπολεπίζω — Α ξεφλουδίζω εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπολεπίζω «ξεφλουδίζω»] …
17τίλλω — ΝΜΑ 1. αποσπώ με βίαιο τρόπο τις τρίχες μου, μαδώ («πολιὰς δ ἄρ ἀνὰ τρίχας ἕλκετο χερσί, τίλλων ἐκ κεφαλῆς», Ομ. Ιλ.) 2. (στη νεοελλ. μόνο το ενεργ., ενώ στη μσν. και στην αρχ. μόνον το μέσ.) τίλλομαι ξεριζώνω τις τρίχες τής κεφαλής μου ως… …
18ἀπολεπίσας — ἀπολεπίσᾱς , ἀπολεπίζω peel aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
- 1
- 2