ἀπολείπω
1ἀπολείπω — leave over pres subj act 1st sg ἀπολείπω leave over pres ind act 1st sg …
2απολείπω — (AM ἀπολείπω) 1. λείπω, δεν υπάρχω, απουσιάζω 2. αφήνω, εγκαταλείπω 3. ( ομαι) απομακρύνομαι από κάτι, εγκαταλείπω κάτι αρχ. Ι. 1. χάνω κάτι 2. (για αγώνισμα) αφήνω πίσω, ξεπερνώ 3. αφήνω ατελείωτο 4. αφήνω ανοιχτό, αφήνω διάστημα 5. είμαι… …
3απολείπω — απόλειψα 1. λείπω από κάποιον, ελλείπω: Και στις δύσκολες μέρες του πολέμου και της Κατοχής δεν τους απόλειψε τίποτε. 2. το μέσ., απολείπομαι μένω πίσω, υστερώ από άλλον: Ο μικρότερός του γιος απολείπεται πολύ από το μεγάλο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀπολείπεσθον — ἀπολείπω leave over pres imperat mp 2nd dual ἀπολείπω leave over pres ind mp 3rd dual ἀπολείπω leave over pres ind mp 2nd dual ἀπολείπω leave over imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) …
5ἀπολελειμμένα — ἀπολείπω leave over perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀπολελειμμένᾱ , ἀπολείπω leave over perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀπολελειμμένᾱ , ἀπολείπω leave over perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
6ἀπολελοίπεεν — ἀπολείπω leave over perf inf act (epic) ἀπολείπω leave over plup ind act 3rd sg (epic ionic) ἀπολείπω leave over plup ind act 1st sg (epic ionic) …
7ἀπολείπεσθε — ἀπολείπω leave over pres imperat mp 2nd pl ἀπολείπω leave over pres ind mp 2nd pl ἀπολείπω leave over imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
8ἀπολείπετε — ἀπολείπω leave over pres imperat act 2nd pl ἀπολείπω leave over pres ind act 2nd pl ἀπολείπω leave over imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
9ἀπολείπῃ — ἀπολείπω leave over pres subj mp 2nd sg ἀπολείπω leave over pres ind mp 2nd sg ἀπολείπω leave over pres subj act 3rd sg …
10ἀπολιμπάνεσθε — ἀπολείπω leave over pres imperat mp 2nd pl ἀπολείπω leave over pres ind mp 2nd pl ἀπολείπω leave over imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …