ἀποκάθαρμα
1ἀποκάθαρμα — that which is cleared off neut nom/voc/acc sg …
2αποκάθαρμα — το (Α) ό,τι αποβάλλεται με τις απεκκρίσεις του οργανισμού …
3ἀποκάθαρμ' — ἀποκάθαρμα , ἀποκάθαρμα that which is cleared off neut nom/voc/acc sg …
4ἀποκαθαρμάτων — ἀποκάθαρμα that which is cleared off neut gen pl …
5ἀποκαθάρματα — ἀποκάθαρμα that which is cleared off neut nom/voc/acc pl …
6ἀποκαθάρματι — ἀποκάθαρμα that which is cleared off neut dat sg …
7ἀποκαθάρματος — ἀποκάθαρμα that which is cleared off neut gen sg …
8περίψημα — τὸ, ΜΑ [περιψώ] 1. ὁ,τι πετιέται μετά τον καθαρισμό με σπόγγο ή με τρίψιμο, το αποκάθαρμα, το σκουπίδι («ὡς περικαθάρματα τοῡ κόσμου ἐγεννήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι», ΚΔ) 2. (για δήλωση χριστιανικής ταπεινοφροσύνης) ο αφοσιωμένος στον… …
9όλυνος — ὄλυνος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἀπότριμμα καὶ ἀποκάθαρμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. με τη λ. ὀλός (Ι)* αμφισβητείται] …