1αποκυβεύω — ἀποκυβεύω (Α) ριψοκινδυνεύω κάτι …
Dictionary of Greek
2ἀποκυβεῦσαι — ἀποκυβεύω run hazard aor inf act …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)